υποκειμενισμός

υποκειμενισμός
ο, Ν·1. (φιλοσ.) η άρνηση τής ύπαρξης αντικειμενικής πραγματικότητας και, συνεπώς, αντικειμενικής αλήθειας, τάση και αντίληψη κατά την οποία η αλήθεια έχει υποκειμενική μόνον και όχι αντικειμενική αξία και η οποία ανάγει το παν, τόσο στο οντολογικό όσο και στο γνωσιολογικό πεδίο, στο υποκείμενο, στη συνείδηση, απολυτοποιώντας τα και ανακηρύσσοντάς τα σε μοναδική πραγματικότητα
2. προσωπική μεροληπτική στάση και κρίση απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι ή για κάποιον και για κάτι
3. (γενικά) το να δρα και να ενεργεί κανείς μόνον σύμφωνα με τις ατομικές ιδέες και διαθέσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκειμενικός + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Προκ. Β. Οικονομίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκειμενισμός — ο 1. (φιλοσ.), η θεωρία που δέχεται ότι η αλήθεια έχει υποκειμενική αξία και όχι αντικειμενική υπόσταση, δηλαδή, ότι αληθινό είναι ό,τι ο καθένας θεωρεί αληθινό: Οι σοφιστές ήταν οπαδοί του υποκειμενισμού. 2. το να σκέφτεται κανείς και να ενεργεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλισταϊσμός — ο, Ν [Φιλισταίος] στενότητα αντίληψης και άκριτος υποκειμενισμός, έκφραση τού τυφλού και μικρόψυχου εγωισμού όχι τόσο στο ηθικό όσο στο γνωστικό πεδίο …   Dictionary of Greek

  • φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Νοβάλις — (Novalis, Ομπερβίντερστετ, Μάνσφελντ 1772 – Βαϊσένφελς 1801). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ποιητή και συγγραφέα Friedrich Leopold von Hardenberg. Από αριστοκρατική οικογένεια, ανατράφηκε σε αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον και φοίτησε στη… …   Dictionary of Greek

  • Ξενόπουλος, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – Αθήνα 1951). Έλληνας πεζογράφος, θεατρικός, συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος. Μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, από την οποία καταγόταν ο έμπορος πατέρας του, και παρακολούθησε μαθήματα φυσικομαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών …   Dictionary of Greek

  • σοφιστές — Με τον όρο αυτό νοούνται εξέχουσες προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης (οι περισσότεροι έζησαν τον 5o αι. π.Χ.), οι οποίες συνιστούν ένα πολυσύνθετο και αρκετά ποικίλων αποχρώσεων πολιτιστικό κίνημα, μεγάλης ιστορικής… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”